- μεσιτικός
- η , ό 1.1) посреднический; 2) маклерский;
μεσιτικό γραφείο — маклерская; — контора;
2.:τα μεσιτικά — комиссионные (о деньгах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσιτικό γραφείο — маклерская; — контора;
τα μεσιτικά — комиссионные (о деньгах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσιτικός — ή, όν (Μ μεσιτικός, ή, όν) [μεσίτης] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεσίτη ή στη μεσιτεία («μεσιτικό γραφείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεσιτικά η αμοιβή που δίδεται σε αυτόν που μεσολάβησε για την εκτέλεση μιας εμπορικής… … Dictionary of Greek
μεσιτικός — ή, ό ο σχετικός με το μεσίτη ή τη μεσιτεία: Μεσιτικό γραφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπωλητικός — ή, όν, Α [προπωλητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπώλη, ο μεσιτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προπωλητικόν η μεσιτεία για την πώληση ενός πράγματος … Dictionary of Greek